ἀσυστάτων

ἀσυστάτων
ἀσύστατος
not solidified
masc/fem/neut gen pl
ἀ̱συστάτων , ἀσυστατόω
regard as
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀ̱συστάτων , ἀσυστατόω
regard as
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀσυστατόω
regard as
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀσυστατόω
regard as
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παράδοξο — Διεθνής φιλοσοφικός όρος, προερχόμενος από τα ελληνικά, ο οποίος κατά γράμμα σημαίνει «παρά την δόξαν», δηλαδή παρά τη γενική γνώμη. Αυτό το π. μπορεί να έχει διπλή αξία, αρνητική όταν φαίνεται να αντιθέτεται σε γνώμες αληθινές και ισχυρότερες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”